γεφυροδοποιός

γεφυροδοποιός
ο
κατασκευαστής γεφυρών και οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + οδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • γεφυροδοποιία — η 1. η κατασκευή γεφυρών και οδών 2. η τέχνη τής κατασκευής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεφυροδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”